Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

ΜΕ ΤΟ ΛΑΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Μπροστά από μισό περίπου αιώνα ζούσε ένας αγροφύλακας, πού τον έλεγαν Αντώνη και ήταν γνωστός σε πολλά χωριά της Κόνιτσας, ιδίως για τη μεγάλη του οικογένεια Είχε εννιά παιδιά, από δύο έως δέκα-εφτά χρονών. Έξι ήταν κορίτσια και τρία αγόρια Ήταν άνθρωπος διαφορετικός, με ξεχωριστό ήθος και ασυνήθιστη συμπεριφορά. Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν με υπερβολικά λόγια Οι περισσότεροι τον επαινούσαν και τον συμπαθούσαν. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι, πού τον αντιπαθούσαν, χωρίς αιτία και μιλούσαν περιφρονητικά Ό ίδιος, αδιαφορώντας για το τι λένε οι άλλοι, ήταν ορμητικός στη ζωή του. Απ' τους ανθρώπους δεν ζητούσε βοήθεια Προσπαθούσε με τις δικές τους δυνάμεις να καλύπτει τις βασικές ανάγκες της οικογένειας του. Είχε το μικρό μισθό του, τα χωράφια, το κυνήγι και μερικά ευκαιριακά μεροκάματα.

Ή γυναίκα του, ή Δέσπω, ήταν απλή και προσπαθούσε να μεγαλώσει τα παιδιά της με αξιοπρέπεια, χωρίς γογγυσμούς και θορύβους. Ήταν και απερίεργη. Δεν ήθελε να μαθαίνει τι συνέβαινε στους άλλους, στα ξένα σπίτια Απέφευγε το κουτσομπολιό και τις φιλονικίες. Ωστόσο, οί άλλοι ασχολούνταν καθημερινά με το σπίτι της. Τη σχολίαζαν με τρόπο σκληρό και τη χαρακτήριζαν καθυστερημένη, γιατί δεν έκανε εκτρώσεις. Ή Δέσπω δεν έβγαινε απ' το σπίτι. Είχε πάντα δουλειές και ήταν μόνιμα κουρασμένη. Ή φτώχεια της ήταν εμφανής και δικαιολογημένη. Άλλα και ή αδιαφορία των ευπόρων μεγάλη. Δεν θυμόταν ή Δέσπω ποτέ να της έχει συμπαρασταθεί κάποιος. Ούτε μια δραχμή ούτε μια καραμέλα για τα παιδιά της.

Ό Αντώνης, κάθε φορά, πού γυρνούσε απ' τα χωριά στα οποία υπηρετούσε, κάτι είχε στον τορβά του. Οί άνθρωποι πάντα του έδιναν, γιατί τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν. Τα παιδιά του άνοιγαν τον τορβά, για να δουν τι είχε μέσα Τα λουκούμια, οι καραμέλες και τα φρούτα εξαφανίζονταν αμέσως. Μερικές φορές, όταν έβρισκε ευκαιρία, τα καταβρόχθιζε μόνος του ό ζωηρός και σωματώδης Νικόλας, το τρίτο παιδί της οικογένειας.

Στο σχολείο τα παιδιά του Αντώνη και της Δέσπως ήταν καλοί μαθητές. Δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες και δεν δημιουργούσαν προβλήματα στ' αλλά παιδιά ήταν κοινωνικοποιημένα και δεν είχαν απαιτήσεις. Όχι πως υποχωρούσαν συνέχεια και δέχονταν να τους κοροϊδεύουν οί άλλοι, αλλά δεν είχαν εγωισμό και πονηριά.

Ό Αντώνης ήταν αγνός άνθρωπος. Ό χαρακτήρας του τραχύς, ντόμπρος και αποφασιστικός. Αγωνιζόταν αδιάκοπα για την οικογένεια του, γι` αυτό και βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Όλες τις εποχές. Και το χειμώνα, πού δεν υπήρχε κανένας λόγος να τρέχει από χωριό σε χωριό για τυχόν αγροτοζημιές. Ήθελε να γεμίζει καθημερινά τον τορβά του, γιατί καθημερινά έπρεπε να θρέφει δέκα στόματα Μια φορά το μήνα πήγαινε και στη χαράδρα του Αώου, οπού υπήρχαν πολλά γιδοπρόβατα Έφτανε μέχρι την τοποθεσία Μύγα Περνούσε πάντα απ' το μοναστήρι του Στομίου, οπού έκανε στάση, Ιδίως όταν γύριζε. Τότε βρισκόταν εκεί ό μοναχός Παΐσιος, νέος μοναχός, πού είχε έρθει απ' το Άγιο Όρος. Ό Αντώνης γνώριζε το μοναχό και συχνά του εκμυστηρευόταν ότι τον απασχολούσε. Εκείνος ήταν πρόθυμος πάντα και προσπαθούσε με πολλούς τρόπους να βοηθάει τον πολύτεκνο αγροφύλακα.

Στο μοναστήρι ό Αντώνης ήθελε να ανάβει μόνος του τα καντήλια και να προσεύχεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας για την οικογένεια του. Ό μοναχός Παΐσιος άφηνε τον Αντώνη ελεύθερο, γιατί γνώριζε την καλή του προαίρεση και τη βαθιά του πίστη. Δεν μπορούσε, όμως, να εξηγήσει τον πυροβολισμό, πού άκουγε κάθε φορά, πού απομακρυνόταν απ' το μοναστήρι ό Αντώνης. Ήξερε ότι είχε πάντα το δίκαννο κοντά του, άλλα δεν γνώριζε τι σημάδευε. Δεν τον είχε ρωτήσει, γιατί δεν ήθελε να φανεί περίεργος. Συνεχιζόταν αύτη ή τακτική για αρκετούς μήνες. Κάποτε, όμως, ό μοναχός, ετοιμάζοντας καφέ στον Αντώνη, βρήκε την κατάλληλη στιγμή και τον ρώτησε:
-Βρε Αντώνη, κάθε φορά, πού φεύγεις απ' το μοναστήρι, ακούω και μια ντουφέκια
Τι βρίσκεις και σημαδεύεις;
Ό Αντώνης, λίγο ανήσυχος, αποκάλυψε:
—Ξέρεις, παππούλη, εγώ έχω μεγάλη οικογένεια και τα οικονομικά μου είναι λιγοστά Δεν φτάνουν ν' αγοράσω κρέας νια τα παιδιά μου. Έτσι παίρνω κοντά και το δίκαννο κι όταν βρω κάτι στο βουνό, το σκοτώνω.

-Μα εσύ ντουφεκάς κάθε φορά, πού έρχεσαι εδώ.
-Πρέπει να στο φανερώσω, παππούλη, τι κάνω. Όταν ανάβω τα καντήλια, κάνω την προσευχή μου και ζητάω απ' την Παναγία να με βοηθήσει να πάω στα παιδιά μου λίγο κρέας. Κι εκείνη πάντα βοηθάει. Εγώ παίρνω λάδι απ' το καντήλι της και αλείφω κάθε φορά το στόχαστρο, πού είναι πάνω στην κάνη και όλο κάτι βρίσκω.

-Πιστεύεις ότι σε βοηθάει ή Παναγία σ' αυτό;
-Βέβαια, παππούλη. Σε μια συγκεκριμένη μεριά, εκεί κοντά στον Ασπρόλακκο, τις περισσότερες φορές με περιμένει κάποιο αγριοκάτσικο, σταλμένο απ' την Παναγία Το σκοτώνω και το παίρνω.
Ό μοναχός Παΐσιος είχε μείνει κατάπληκτος απ' αυτό, πού άκουσε. Ζήλευε τον Αντώνη για την πίστη του, αλλά και τον καθαρό του νου. Τον θαύμαζε, πού με την προσευχή εξασφάλιζε το κρέας των παιδιών του.

Ό Αντώνης, όταν σκότωνε το απαγορευμένο απ' το νόμο ζώο, το σήκωνε στην πλάτη του και κατηφόριζε από ένα δικό του μονοπάτι κοντά στη όχθη του ποταμού Αώου, σ' ένα κρυφό σημείο, οπού κανένας δεν μπορούσε να τον δει . Ήταν δύο μεγάλες πέτρες, πού είχαν σχηματίσει μια πυραμίδα κι ένα μικρό σπήλαιο, ενώ γύρω -γύρω υπήρχαν ιτιές και διάφοροι θάμνοι. εκεί ό Αντώνης έγδερνε το αγριοκάτσικο, το κομμάτιαζε και το έβαζε μέσα στους τορβάδες του. Κι όταν εκείνος έφευγε απ' το σπήλαιο, εμφανίζονταν οι αλεπούδες και τα τσακάλια, πού έτρωγαν ότι άφηνε ό λαθροκυνηγός. Συγχρόνως κατέβαιναν και τα κοράκια, πού ζητούσαν το δικό τους μερίδιο.

Ό Αντώνης, φορώντας την υπηρεσιακή του στολή, φορτώνονταν το κρέας, πού κάποτε έφτανε και τα είκοσι κιλά και οδοιπορούσε πολλές ώρες, για να φτάσει στο σπίτι του. Ή ικανοποίηση του ήταν βαθιά και ή ευχαριστία προς την Παναγία αδιάκοπη.

Όταν ό μοναχός Παΐσιος έφυγε απ' το μοναστήρι του Στομίου, ό Αντώνης συνέχισε για λίγα χρόνια την ίδια διαδρομή, όσο άντεχαν οι σωματικές του δυνάμεις. Πολύ αργότερα, συνταξιούχος πια, έμαθε ότι ό γνωστός του μοναχός Παΐσιος βρισκόταν στο Άγιο Όρος και θέλησε να τον επισκεφθεί. Ή συνάντηση υπήρξε συγκινητική. Ό φημισμένος πια μεγάλος Γέροντας θυμήθηκε τα παλιά και συμβούλεψε το γερασμένο Αντώνη:

—Να διατηρήσεις την εμπιστοσύνη σου στην πρόνοια του Θεού και να 'σαι σίγουρος ότι όλα θα πηγαίνουν καλά.

Πρεσβ, Διονύσιος Τάτσης.
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος



 

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ ΣΤΟ ΓΟΡΓΟΛΑΙΝΙ ΣΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1970

+Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κ.Ἄνθιμος :
«Ξαναβρέθηκα μέ μεγάλη συγκίνηση, μετά ἀπό πολλά χρόνια ἐδῶ στό Γοργολαΐνι. Δέν ἤμουνα ἱεροσπουδαστής γιατί ἀμέσως μετά τό Γυμνάσιο πῆγα στό Πανεπιστήμιο καί φοιτητής, πρωτοετής ἀκόμα ἦρθα ἐδῶ καθώς μέ ἐπιστράτευσε ὁ μακαριστός Εὐγένιος. Ἀρχικά σάν Ὁμαδάρχης καί ἀργότερα σάν Ἀρχηγός. Πολλοί άπό τούς τότε Κατασκηνωτές εἶναι σήμερα ἱερεῖς. Θυμᾶμαι ἀκόμα τίς ἐπισκέψεις τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιερέως Εὐγενίου.Καί τίς συζητήσεις μαζί του ὕστερα ἀπό κάποιες παρεμβάσεις πού γινόταν σέ αὐτόν ἀπό τόν μακαριστό Καραϊσκάκη.Τόν κατεῖχε τό μακαριστό Δημήτριο μιά μανία οἰκονομίας καί διαρκῶς διαμαρτυρόταν στόν Δεσπότη. Περίσσεψε παράδειγμα ἕνα φαγητό που μποροῦσε νά χρησιμοποιηθεῖ μέ ἄλλο τρόπο γιά μαγείρεμα. Ἐμεῖς το πετάξαμε, ὁ Καραϊσκάκης τό εἶπε στό Δεσπότη καί ἐκεῖνος ἔπαιρνε τηλέφωνο σχεδόν ἐνοχλημένος γιατί τοὖχαν παρουσιάσει τέλεια τά πράγματα χωρίς νά εἶναι ἔτσι.
Ἔγινα Ἀναγνώστης τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου θυμᾶμαι. Κάναμε Ἐσπερινό, Ἀπόδειπνο στόν λόφο,θυμᾶμαι πού ἀνάβαμε φωτιές στό γήπεδο τή νύχτα καί ψήναμε αὐτοσχέδια ψωμάκια. Ἀκόμα τόν παπᾶ Μανώλη τόν Παπακανδεράκη που ἑτοίμαζε τά ἀποχαιρετιστήρια δεῖπνα ὅταν τελείωναν οἱ περίοδοι οἱ Κατασκηνωτικές.
Τά Ἱερατικά Συνέδρια εἶχαν ἀφήσει ἐποχή καί ἱερεῖς ἀπό τό Ρέθυμνο ἐρχόταν σάν ἀντιπρόσωποι καί τα παρακολουθοῦσαν. Εἰδικά ὅταν μετά τόν θάνατο του μακαριστοῦ προκατόχου μου, Μητροπολίτη Τίτου εἶχε ἀναλάβει τοποτηρητής τῆς Μητροπόλεως ὁ ἀείμνηστος Εὐγένιος.
Τίς νύχτες σέ κάποιους προξενοῦσε τρόμο τό ἄγαλμα του Μαστραχᾶ. Εἴχαμε φτειάξει καί ἕνα πρόχειρο φαρμακεῖο καί ἐξυπηρετούσαμε μικροπροβλήματα. Κάποια παιδιά προσποιοῦνταν τά ἄρρωστα διαρκῶς. Ἕνα ἀπό αὐτά, μέ μιά ψευτοένεση φτιαγμένη ἀπό μιά σακοράφα καί τό θερμόμετρο, θεραπεύτηκε διά παντός καί δέν ξαναῆρθε νά γυρέψει φάρμακα.
Ἐκεῖνο τό τραγούδι ὁ Θεός να τόν φυλάει τόν Σεβασμιώτατο θά μοῦ μείνει ἀξέχαστο. Πιστεύω νά μᾶς φυλάει ἀπό ἐκεῖ ψηλά. Ἄς εἶναι ἡ μνήμη του αἰώνια καί νάχουμε τήν εὐχή του ».

     Μεταφέρουμε ἀκόμα μιά μαρτυρία ἀπό τό ἴδιο μνημόσυνο πού ἔγινε στά 1999 στό Μοναστήρι τοῦ Ἅη Γιώργη στό Γοργολαΐνι. Ἔλεγε λοιπόν τότε σάν Πρωτοσύγκελλος τῆς ΙΑΚ καί νῦν Μητροπολίτης Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ.Μακάριος :
«Ἦρθα κι’ ἐγώ στό Μοναστήρι μικρό παιδί ἀκόμα, σάν Κατασκηνωτής. Θυμᾶμαι τή πρώτη συνάντηση στήν εἴσοδο. Ἔχω ἀκόμα στό πατρικό μου στίς Δαφνές τίς σημαῖες τῶν Ὁμάδων. Στό Κυπαρίσι ἀποκάτω στίς συγκεντρώσεις, φτιάχναμε τό σύνθημα τῆς ἡμέρας.Ἀκόμα θυμᾶμαι τήν ἄμιλλα τῶν παιδιῶν γιά τό ποιός θά βγεῖ πρῶτος καί νά κερδίσει τό ἔπαθλο.
Γιά πρώτη φορά στή ζωή μου ἔμαθα ἐδῶ τί θά πεῖ «νοερή προσευχή», ἔμαθα τό Κομποσκοίνι καί ποιά εἶναι ἡ ὁμαδική ,κοινοβιακή Χριστιανική ζωή. Εἶδα ἐπίσης, ἤ μάλλον ἄκουσα τό μακαριστό Δεσπότη νά ἀντιστέκεται στόν πατέρα Μελέτιο(Ἀνετάκη) ὅταν ὁ τελευταίος τοῦ ζήτησε νά γράψει κάτι στίς ἐφημερίδες, γιά νά κλείσει τό στόμα τοῦ κατηγόρου του Δεσπότη. Ἦταν οἱ πικρές μέρες τοῦ Μάνου Χάρη καί ὁ Δεσπότης μέ ἕνα κουρασμένο ὗφος, εἶπε στόν π. Μελέτιο, «Μελὲτιε, ἄφησέ με, ἐδῶ ἦρθα νά ξεχάσω».
Θυμᾶμαι πού μᾶς ἔκανε Ἐσπερινούς σάν ἀπλός Ἱερέας, στό Καθολικό, στόν Σταυρό τότε καί σήμερα λόφο τοῦ Προφήτη Ἡλία. Ἀκόμα τίς ἐκδρομές πού κάναμε στά γύρω χωριά, στά πανηγύρια.
Εἶχε μιά ἰδιαίτερη οἰκειότητα μέ τά παιδιά τοῦ Πιτσουλάκειου καί ἔπαιζε μαζί τους. Πολλές φορές τήν φασαρία τήν προκαλοῦσε ὁ ἴδιος, γιά νά ‘ρθει κέφι στήν Κατασκήνωση.
Θυμᾶμαι καί τό καταπληκτικό τραγουδάκι, ὕμνο τῆς Κατασκήνωσης τό πρώτο τουλάχιστον στιχάκι του πού ἔλεγε : «Στοῦ Ἅη Γιώργη τήν κορυφή χτίσαμε μιά πολιτεία.
Κάτω άπό τήν σκέπη τοῦ Ἰησοῦ, ἀδελφωμένοι ὅλοι μαζί
Θά προχωροῦμε ἑμεῖς ἀδελφοί, θά προχωροῦμε ».
Μακαρίου τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γορτύνης καί Ἀρκαδίας πολλά τά ἔτη.
    Τό Γοργολαΐνι ἦταν ἕνα κομμάτι άπό τή ζωή του. Ἀγαποῦσε πολύ τά παιδιά. Καί οἱ 105 δραχμές πού βρεθήκανε τότε στό συρτάρι του, ὅταν πέθανε στά παιδιά πῆγαν. Εἴχε κάνει χαρτί ὁ μακαριστός καί ἔλεγε πῶς ἄν μείνει τίποτα χρηματικό στά παιδιά νά τό δώσετε. Εἶχε καταλάβει, εἶχε δεῖ πρέπει, πώς θά πέθαινε.

Αὐτός ἦταν ὁ Εὐγένιος. Ἄνθρωπος πού δέν κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τίποτα. Ὅλα γιά τούς ἀνθρώπους πού ἀγάπησε καί τόν ἀγάπησαν. Νά σκεφτεῖς παιδί μου πώς, ὅταν τόν πήγαμε στό Λονδίνο τοῦ κάμαμε ἔρανο μεταξύ μας γιατί ἦτανε πολλά τά ἔξοδα τῆς κλινικῆς καί δέν μπορούσαμε νά τά πληρώσουμε. Τό ‘μαθε ὕστερα ὁ Βαρδινογιάννης καί ἔστειλε τόν γραμματέα του καί πλήρωσε. Καί ἀνέλαβε καί τήν ἀδερφή του πού ἔμεινε πλέον μόνη μετά ἀπό τό θάνατό του. Αὐτός ἦταν ὁ Εὐγένιος παιδί μου. Ἄνθρωπος πού δέν κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τίποτα. Ὅλα γιά τούς ἀνθρώπους πού ἀγάπησε καί τόν ἀγάπησαν» μᾶς εἶπε στίς 8- 8- 2007 ὁ μακαριστος πλέον Γέροντας + π. Γρηγόριος Ἀσπετάκης. Πνευματικός καί στενός, προσωπικός φίλος τοῦ μακαριστοῦ Δεσπότη,  στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου Ἀνωπόλεως τή Μονή πού γιά πολλά χρόνια πρίν ὑπηρέτησε ὡς Ἡγούμενός της.
 
   Ἐπηγαίναμε καί μεῖς στό Γοργολαΐνι.Ἐφορτώναμε τό αὐτοκίνητο τρόφιμα καί διάφορα ἄλλα πράγματα καί ἀνεβαίναμε. Καθόμασταν κανά δυό μέρες καί φτειάχναμε τά περβολάκια, κλαδεύαμε τά δένδρα», μᾶς εἶπε ὁ Ἱερομόναχος π.Εὐμένιος Ρουσσάκης Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀγκαράθου.

  «Ἦταν ὁ Δεσπότης καί πατέράς μου πού μέ στήριζε πρῶτον μέ τήν ἀκακία του καί ὕστερα μέ τήν πραότητα ,μέ τήν ταπείνωση καί μέ τήν πολλή του ἀγάπη. Μά πάνω ἀπ’ὅλα, μέ τό γλυκό του μειδίαμα ἄνοιγε θαρρεῖς τούς οὐρανούς, γιά νά κατεβοῦν οἱ Ἄγγελοι νά βρεθοῦνε μαζί του σά μιά ὄμορφη παρέα. Ἐρχότανε τίς περισσότερες μέρες τῆς βδομάδας χωρίς νά μᾶς εἰδοποιήσει γιατί δέν ἤθελε ποτέ τυμπανοκρουσίες καί ὑποδοχές. Μόλις τά παιδιά τόν ἔπαιρναν μυρωδιά πηδοῦσαν καί τοῦ ἔπαιρναν τό καλυμαύχι, ἄλλα τοῦ τραβοῦσαν τό ἀντερί, ποτέ δέν εἴπε τίποτα γιά νά τά προσβάλει, ποτέ δέν θύμωσε»,μᾶς εἶπε μιά μοναχή του παλιοῦ καλοῦ καιροῦ στό Γοργολαΐνι ἡ Μοναχή Θεοπίστη πού σήμερα μονάζει στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Γερασίμου στήν Κεφαλλονιά.
  
   Ἦτανε Ἐπανωσηφίτης ὁ ἀείμνηστος Εὐγένιος καί εἴχε ἕνα παραπάνω σεβασμό στόν Ἅη-Γιώργη. Πολύ παραπάνω ἐδῶ στόν Ἅγιο Γεώργιο στό Γοργολαΐνι πού τοῦ ἄρεσε καί σάν τόπος προσευχῆς. Τόν εἶδα προσωπικά πολλές φορές νά προσεύχεται. Μόνος,μόνος,μόνος. Ἀκόμα καί τήν ὥρα πού ἱερουργοῦσε σέ κάποιες στιγμές διέκοπτε. Σίγουρα ἐκείνη τήν ὥρα θά εἴχε ἄμεση ἐπικοινωνία μέ τό Θεό. Ἦταν προχωρημένος πέρα γιά πέρα ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος στήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Εἶχε ἕναν δικό του τρόπο μέ τόν « ὁποίο ἀναμφίβολα ἄγγιξε τόν Παράδεισο», εἶπε ὁ πολυσέβαστος γέροντας π. Μιχάλης Γιγουρτάκης, σέ μιά συζήτηση πού εἴχαμε μαζί του στίς 22-Αὐγούστου τοῦ 2006.
     
   «Δέν ξέρω γιά τήν δική μου ἐλαχιστότητα μά ὑπῆρχαν τότε ἐδῶ στό Γοργολαΐνι τά δυό χαρίσματα πού πρέπει νάχει ὁ Μοναχός:ἡ ἁγία Ταπείνωση καί ἡ Εὐλογημένη προσευχή». (χαρίσματα τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ) μᾶς εἶπε ἡ Μοναχή Εὐγενία Πατεράκη σέ μιά συζήτηση πού εἶχαμε τό καλοκαίρι τοῦ 2006 στή Μονή τῆς Παναγίας τῆς Κυρίας Παληανῆς.

    «Χρειαζόμουν μιά ἐγχείρηση καί στά δύο πόδια τώρα τελευταία. Σκεφτόμουνα τό προηγούμενο βράδυ πού θά ἔμπαινα στό χειρουργεῖο ποιός θά ἦταν δίπλα μου ἐκτός τήν Παναγία καί τόν Ἅη Γιώργη. Κι ὅταν ὁ ὕπνος ἔκλεισε τά μάτια μου, σάν σέ ὄνειρο ἤ σέ ὄραμα δέν ξέρω, ἦρθαν καί κάθισαν δεξιά μου ὁ μακαριστός Δεσπότης καί ἀριστερά μου ἡ ἀγαπημένη μου Γερόντισσα. Ἄς ἔχω τήν εὐχή τους», μᾶς εἶπε ἡ Μοναχή Εὐγενία Πατεράκη σέ μιά ἐξομολογητική συζήτηση μαζί της στό κελί της, στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Κυρίας Παληανῆς τό Φθινόπωρο,τόν Ὀκτώβρη τοῦ 2007.

  «Ἐκουβέντιαζε ὄμορφα καί ἤτανε ἕνας ἄνθρωπος πού δέν ἐμπόρειε κιανείς νά τοῦ βρεῖ ψεγάδι. Μόνο πού τόνε θώρρειες, σούρχουνταν ἕνα μ-πράμα ὡσά ν-τό δέος. Σούρχουνταν, νά σκύψεις καί νά τόνε προσκυνήσεις. Σάμπως ἐθώρρειες τήν είκόνα τοῦ Χριστοῦ», μᾶς εἶπε ἡ κ. Μαρία Περογαμβράκη, κάτοικος Κ.Ἀσιτῶν, 86 έτῶν σήμερα, μαρτυρία πού καταπλήσσει μέ τήν ἀπλότητα καί τήν εἰλικρίνειά της.